- χιόνες
- χιώνsnowfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιξαίθρια — μιξαίθρια, τὰ και μιξαίθριαι, αἱ (Α) εναλλαγή καλού και κακού καιρού («ὕδατα πολλά, λάβρα, μεγάλα, χιόνες μιξαίθρια τὰ πλεῑστα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + αἴθριον] … Dictionary of Greek
ορεομήκης — ὀρεομήκης, ες (Α) αυτός που έχει ύψος βουνού, ο ψηλός σαν βουνό («ὀρεομήκεις χιόνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο (βλ. λ. όρος [II]) + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ουρανο μήκης] … Dictionary of Greek